- ασωφρόνιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε σωφρονίστηκε, αδιόρθωτος: Με όλα όσα έπαθε έμεινε ασωφρόνιστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασωφρόνιστος — η, ο (AM ἀσωφρόνιστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σωφρονιστεί … Dictionary of Greek
нецѣломоудрьствьнъ — (1*) пр. Нецеломудренный: да буду(т) чресла ваша препо˫асана. бесловеснымъ животомъ чресла реку похоти ѿпущены и нецѣломудрьствены. зане не иму(т) слова въздержащи(х) къ сласти. (ἀσωφρόνιστος) ГБ XIV, 67а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ԱՆՈՂՋԱԽՈՀ — ( ) NBH 1 0217 Chronological Sequence: 5c, 10c ա. ἁκάθαρτος impurus impudicus Անմաքուր անհամեստ. *Զանողջախոհ կենցաղ երկրածնացս մաքուր հանդիսի կուսութեան ետուն. Նար. առաք.: Եւ ἁσωφρόνιστος animadversioni expers Անխորհուրդ. անխոհեմ. անզգաստ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)